αλσώδης

αλσώδης
ης, ες
1) лесистый; 2) лесной, растущий в лесу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλσώδης" в других словарях:

  • ἀλσώδης — woodland masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀλσώδης woodland masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀλσώδης woodland masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλσώδης — ες (Α ἀλσώδης) [ἄλσος] 1. ο όμοιος με άλσος 2. δασωμένος, κατάφυτος, σκιερός αρχ. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει στα άλση …   Dictionary of Greek

  • ἀλσώδει — ἀλσώδης woodland masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀλσώδης woodland masc/fem/neut dat sg ἀλσώδεϊ , ἀλσώδης woodland dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλσώδη — ἀλσώδης woodland neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλσώδης woodland masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλσώδης woodland masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλσῶδες — ἀλσώδης woodland masc/fem voc sg ἀλσώδης woodland neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλσώδεις — ἀλσώδης woodland masc/fem acc pl ἀλσώδης woodland masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλσωδεστάτην — ἀλσώδης woodland fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλσώδους — ἀλσώδης woodland masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • чащный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. ἀλσώδης) имеющий много ветвей.   … …   Словарь церковнославянского языка

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»